- συμπληρωτικός
- συμπληρωτικόςable to completemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπληρωτικός — ή, ό / συμπληρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ] κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός μσν. αρχ. 1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος… … Dictionary of Greek
συμπληρωτικά — συμπληρωτικός able to complete neut nom/voc/acc pl συμπληρωτικά̱ , συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc/acc dual συμπληρωτικά̱ , συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικῶν — συμπληρωτικός able to complete fem gen pl συμπληρωτικός able to complete masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικόν — συμπληρωτικός able to complete masc acc sg συμπληρωτικός able to complete neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικαί — συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικοῖς — συμπληρωτικός able to complete masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικοί — συμπληρωτικός able to complete masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικοῦ — συμπληρωτικός able to complete masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικῆς — συμπληρωτικός able to complete fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληρωτικῇ — συμπληρωτικός able to complete fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)